- ἡρωφόρος
- ἡρωφόροςbearing heroesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηρωφόρος — ἡρωφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ήρωες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek